καταμελιτώ

καταμελιτώ
καταμελιτῶ, -όω (Α)
πλημμυρίζω κάτι με γλυκύτητα (α. «κατεμελίτωσε λόχμην ὅλην» — πλημμύρισε τη λόχμη με τη γλύκα τού τραγουδιού του, Αριστοφ.
β. «κατεμελίτωσε τὰς ἁπάντων ἀκοὰς διηγήματι» — τούς μάγεψε όλους με τη γλυκιά του αφήγηση, Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μελιτώ «γλυκύνω» (< μέλι, -τος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”